παράλιος

παράλιος
-α, -ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος
2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία
βλ. παραλία
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια
οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη θάλασσα, οι ακτές
αρχ.
1. αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα («νησιῶται καὶ παράλιοι», Πλούτ.)
2. συνθετικό ονομασίας θαλάσσιων φυτών («εὐφόρβιον ὁ παραλίας», Θεόφρ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παράλιοι
α) οι κάτοικοι τών παραλίων
4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Παράλιοι
μία από τις τρεις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι κάτοικοι τής Αττικής κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράλιον
το ιερό τού ήρωα Παράλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -άλιος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. εν-άλιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράλιος — by the sea masc nom sg παράλιος by the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράλιος — by the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερατεινή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 726 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τολοφώνος. Άποψη του λιμανιού της Ερατεινής στη Φωκίδα. Ο παράλιος οικισμός Ερατεινή του νομού Φωκίδος βρίσκεται στη βόρεια ακτή …   Dictionary of Greek

  • Νυδρί — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Λευκάδας. Υποστηρίζεται (κυρίως από τον Ντέρπφελντ) ότι στη θέση του Ν. βρισκόταν η πρωτεύουσα του Οδυσσέα. Βρέθηκαν ερείπια μεγάλου οικοδομήματος, που πιστεύεται ότι ήταν το ανάκτορό του, υδραγωγείου, τάφων,… …   Dictionary of Greek

  • Σιδάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (2 τ. χλμ). Ο παράλιος οικισμός Σιδάρι στη βόρεια Κερκύρα …   Dictionary of Greek

  • Στρατώνι — Παράλιος οικισμός (1.421 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αρναίας, του νομού Χαλκιδικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 1.421 κάτ.). Ο παράλιος οικισμός Στρατώνι της Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

  • Φοινικούντας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοινικούντας στη Μεσσηνία …   Dictionary of Greek

  • Φρίκες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Ιθάκης, του νομού Κεφαλληνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατρειθιά. Ο παράλιος οικοσμός Φρίκες στην Ιθάκη …   Dictionary of Greek

  • παραλίους — παράλιος by the sea masc acc pl παράλιος by the sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλιοι — παράλιος by the sea masc nom/voc pl παράλιος by the sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”